- ρουμελιώτικα
- Νβλ. ρουμελιώτικος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρουμελιώτικος — η, ο, Ν [Ρουμελιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρούμελη ή στους Ρουμελιώτες (α. «ρουμελιώτικα τραγούδια» β. «ρουμελιώτικη λεβεντιά») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Ρουμελιώτικα το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα τής Ρούμελης. επίρρ...… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Κυριαζής, Αθανάσιος — (Αγρίνιο 1887 – 1950). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Μεσολόγγι. Σπούδασε στη νομική και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δημόσιος υπάλληλος, ενώ διετέλεσε επίσης οικονομικός επίτροπος … Dictionary of Greek
Κωλέττης, Ιωάννης — (Συρράκο Ηπείρου 1780 ή 1784 – Αθήνα 1847). Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός, πρωθυπουργός της χώρας (1844 47). Σπούδασε ιατρική στην Πίζα της Ιταλίας, όπου επηρεασμένος από τις μυστικές επαναστατικές οργανώσεις των καρμπονάρων ίδρυσε, με τη… … Dictionary of Greek
ρουμελιώτικος — η, ο επίρρ. α αυτός που αναφέρεται στη Ρούμελη ή τους Ρουμελιώτες: Χόρεψαν ρουμελιώτικους χορούς. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ρουμελιώτικα, τα η διάλεκτος ή η προφορά των Ρουμελιωτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)